βοΐζω

βοΐζω
και βουίζω
1. παράγω βοή, βγάζω θορυβώδη ήχο
2. βγάζω φωνή, κραυγάζω
3. φρ. «βούιξε ο ντουνιάς», «...το χωριό» κ.λπ.
έγινε συζήτηση με δυσμενή σχόλια για κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βοώ, αναλογικά κατά τα αρχ. σε -ίζω από τον αόρ. σε -ησα, που συνέπεσε φωνητικά με τον αόρ. σε -ισα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βοΐζω — βλ. βουίζω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”